εικοσάρικο

εικοσάρικο
το монета в двадцать драхм

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Смотреть что такое "εικοσάρικο" в других словарях:

  • εικοσάρικος — η, ο 1. που έχει αξία, ηλικία, χωρητικότητα είκοσι μονάδων: Εικοσάρικη σοκολάτα. – Εικοσάρικο δοχείο. – Εικοσάρικη κοπέλα. 2. το ουδ. ως ουσ., εικοσάρικο νόμισμα αξίας είκοσι ευρώ (πρβλ. εκατοστάρικο κτλ.) …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Dracma griega moderna — † Ελληνική δραχμή en Idioma griego …   Wikipedia Español

  • δραχμή — Αργυρό νόμισμα που αποτελούσε τη βάση του νομισματικού συστήματος στην αρχαία Ελλάδα. Δ. έκοβαν οι πόλεις της κυρίως Ελλάδας και οι ελληνικές αποικίες από το δεύτερο μισό του 7ου αι. π.Χ. Το βάρος της διέφερε ανάλογα με το σύστημα σταθμών που… …   Dictionary of Greek

  • εικοσάδραχμος — η, ο 1. αυτός που έχει αξία είκοσι δραχμών 2. το ουδ. ως ουσ. το εικοσάδραχμο νόμισμα αξίας είκοσι δραχμών, εικοσάρικο …   Dictionary of Greek

  • εικοσάρικος — η, ο 1. αυτός που έχει αξία είκοσι μονάδων, λεπτών ή δραχμών 2. αυτός που έχει χωρητικότητα είκοσι μονάδων 3. το ουδ. ως ουσ. το εικοσάρικο νόμισμα είκοσι δραχμών …   Dictionary of Greek

  • τσιμπώ — τσίμπησα, τσιμπήθηκα, τσιμπημένος 1. κεντώ, αγκυλώνω με αιχμηρό αντικείμενο: Με τσίμπησε με βελόνα. 2. πιέζω δυνατά το δέρμα κάποιου με τα δύο δάχτυλά μου (με αντίχειρα και δείχτη), ώστε να πονέσει: Μην το τσιμπάς το παιδί. 3. ραμφίζω, χτυπώ με… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»